ταβλαμπάς

ταβλαμπάς
και ταυραμπάς, ο, Ν
μεγαλόσωμος και παχύσαρκος ιερέας ή μοναχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ταυραμπάς < ταύρος + αβάς, ενώ ο τ. ταβλαμπάς, κατά μία άποψη, είναι δ. γρφ. τού ταυραμπάς, κατ' άλλη άποψη, έχει προέλθει από το τουρκ. tavlabas].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ταβλαμπάς — ο πληθ. άδες (λ. τουρκ.) 1. κληρικός (παπάς ή καλόγερος) μεγαλόσωμος και χοντρός (πρβλ. νταγλαράς). 2. ράθυμος, τεμπέλης, αμελής: Το πρωί όταν ξυπνάει είναι ταβλαμπάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταυραμπάς — ο, Ν βλ. ταβλαμπάς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”